empuñar - ορισμός. Τι είναι το empuñar
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι empuñar - ορισμός


empuñar      
verbo trans.
1) Asir por el puño una cosa.
2) fig. Lograr alcanzar un empleo o puesto.
3) Chile. Cerrar la mano para formar o presentar el puño.
empuñar      
empuñar
1 tr. *Sujetar fuertemente con la mano cerrada un arma o una herramienta.
2 Se usa frecuentemente con sentido simbólico: "Empuñar el bastón [el cetro, la espada]". *Coger, *esgrimir.
3 (Chi.) Cerrar la mano para formar el puño.
empuñar      
Sinónimos
verbo
Antónimos
verbo
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για empuñar
1. El jefe de ETA intentó empuñar la pistola, pero un agente de la BRI le cortó el movimiento encañonándolo.
2. Es el vacío ideológico existente en esos países lo que incita a los más idealistas a empuñar las armas.
3. Volvió a empuñar las armas cuando Hitler atacó a la Unión Soviética y participó en la liberación de Checoslovaquia.
4. De hecho, pasé por la cárcel después de negarme a empuñar un arma contra el pueblo", relata Krim.
5. Su novia se extraña de su radicalismo: "¿Por qué quieres, sediento de sangre, empuñar el cuchillo?". Himmler se abandona a la fiebre de parapsicólogos y redentores.
Τι είναι empuñar - ορισμός